ἐρεθίζεται

ἐρεθίζεται
ἐρεθίζω
rouse to anger
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ερεθιστικότητα — Στη βιολογία και στη γενική φυσιολογία σημαίνει την ικανότητα του ζωντανού πρωτοπλάσματος να αντιδρά σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με μεταβολή της σύστασής του, η οποία μερικές φορές δίνει πολύπλοκες αντιδράσεις. Αυτή η αντίδραση είναι σε… …   Dictionary of Greek

  • ευανάσειστος — εὐανάσειστος, ον (Α) αυτός που ερεθίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σειστος (< ανα σείω)] …   Dictionary of Greek

  • ευερέθιστος — η, ο (Α εὐερέθιστος, ον) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη») νεοελλ. (για μερικά όργανα τού σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε… …   Dictionary of Greek

  • ευκολοδιέγερτος — η, ο αυτός που διεγείρεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + διεγερτος (< διεγείρω), πρβλ. δυσκολο διέγερτος] …   Dictionary of Greek

  • ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] …   Dictionary of Greek

  • ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] …   Dictionary of Greek

  • κοπραγωγός — ό (Α κοπραγωγός, όν) αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”